- μονοθεϊστής
- οο οπαδός του μονοθεϊσμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονοθεϊστής — ο, θηλ. μονοθεΐστρια αυτός που αποδέχεται τον μονοθεϊσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. monotheiste (βλ. μονοθεϊσμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
μονοθεϊστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονοθεϊσμό ή στον μονοθεϊστή. επίρρ... μονοθεϊστικώς, ά με μονοθεϊστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοθεϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek